- πρότερος
- -έρα, -ο / πρότερος, -έρα, -ον, ΝΜΑ, και θηλ. πρότερη Ν1. (για χρόνο) προηγούμενος, προγενέστερος (α. «η προτέρα του δράση» β. «ὧδε καὶ οἱ πρότεροι πόλιας καὶ τείχε' ἐπόρθουν», Ομ. Ιλ.)2. (το ουδ. ως επίρρ.) πρότερονπροηγουμένως, πρωτύτερανεοελλ.φρ. «εκ τών προτέρων» — από τα πριν, πριν να συμβεί κάτι άλλοαρχ.1. (για θέση ή τόπο) πρόσθιος, μπροστινός («ἐν προτέροισι πόδεσσι κύων ἔχε ποικίλον ἐλλόν», Ομ. Οδ.)2. πρεσβύτερος, γεροντότερος («πρότερος γενεῇ», Ομ. Ιλ.)3. (για κοινωνική τάξη, αξία ή τιμή) ανώτερος, υπέρτερος («πολλοὺς σφῶν προτέρους εἶναι πρὸς τὰ τοῡ πολέμου», Πλάτ.)4. το θηλ. ως ουσ. ἡ προτέραη προηγούμενη ημέρα, η προτεραία5. (το ουδ. με άρθρο ως επίρρ.) τὸ πρότερονπροηγουμένως, πριν («ἀλλ' ἆρα μουσική, ὅσην τὸ πρότερον διήλθομεν», Πλάτ.).επίρρ...προτέρω και προτέρως Α1. (για τόπο) περαιτέρω, μακρύτερα («ἴθυσαν δὲ πολὺ προτέρω», Ομ. Ιλ.)2. (για χρόνο) προηγουμένως, πρωτύτερα («κοῡρα σὺ δὲ προτέρω περ, ἔτι τριέτηρος ἑοῡσα», Καλλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πρό + κατάλ. συγκριτ. βαθμού -τερος, κατά το αντίθετο ὕστερος. Η λ. συνδέεται με το πρώτος και αντιστοιχεί με τα αρχ. περσ. fratara- «προηγούμενος, ο πρώτος από τους δύο» και αρχ. ινδ. prataram «μετά, στη συνέχεια»].
Dictionary of Greek. 2013.